βαρυνίσκω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυνίσκω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυνίσκω Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐβάρυνα ἀορ. τοῦ ρ. βαρένω καὶ τῆς καταλ. –ίσκω. Ἡ λ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1, 72 καὶ 334 (ἔκδ. RDawkins).
Σημασιολογία
Γίνομαι βαρύς, παχύς: Ὅσο πάει βαρυνίσκει. Συνών. χοντρένω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA