ἀσπροκέφαλος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπροκέφαλος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπροκέφαλος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀξ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀσπρουκέφαλους Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν.) κ.ἀ. ἀσπροτσέφαλος Σκῦρ. ἀσπροτέφαλος Πόντ. (Ὄφ.) ἀσπροτέφαλο Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. κεφαλὴ ἢ κεφάλι.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς κεφαλῆς λευκὸν πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ.): Ἀσπροκέφαλη χῆνα πολλαχ. Ἀσπροκέφαλη προβατῖνα Πελοπν. (Μεσσ.) Ἀσπροτσέφαλο πρόβατο Σκῦρ. Γέρως ἀσπροτέφαλος Ὄφ. || Αἴνιγμ. Ὁ πάππο μ᾿ ἀσπροκέφαλος | κεῖται κατακέφαλος (τὸ πράσον) Οἰν. 2) Οὐσ., ἐν τῇ συνθηματικῇ γλώσσῃ ὁ Τοῦρκος (διὰ τὸ λευκὸν κάλυμμα τῆς κεφαλῆς) Καππ. (Ἀξ.) β) Ὁ ἰμάμης, ὁ χότζας (διὰ τὸν αὐτὸν λόγον) Μακεδ. (Σιάτ. Σισάν.) 3) Οὐσ., ὁ μεταξοσκώληξ κατὰ τὸ πρῶτον στάδιον τῆς ἀναπτύξεώς του ὅτε εἴναι ἡλικίας τεσσάρων ἕως πέντε ἡμερῶν Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Συνών. ἀσπραδάκι 2, ἀσπροκεφαλούδι. 4) Ἀρσεν. καὶ οὐδ. οὐσ., τὸ φυτὸν ἄμμι τὸ μεῖζον (ammi maius) τοῦ γένους τοῦ ἄμμεος (ammi) τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) μὲ σκιάδια λευκάζοντα (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 <1926> 446) πολλαχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA