ἀπαδε͜ιάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαδε͜ιάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαδε͜ιάζω Ἤπ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀποδε͜ιάζω Νάξ. (’Απύρανθ.) Χίος : Ἀπάδκε͜ιαζω Κύπρ. ’ποδε͜ιάζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.) ᾽ποδκε͜ιάζω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀδε͜ιάζω.
Σημασιολογία
1)᾿Αδειάζω τελείως, ἐκκενῶ: Ἤπ. Νάξ. (’Απύρανθ.)Χίος: ’Απόδε͜ιασε τὸ ποτήρι καὶ δῶσ’ μου το Χίος ᾿Ακόμα δὲ dό ’πόδε͜ιασα το bαοῦλο Ἀπύρανθ. Ἄ δὲν ἀπαδε͜ιάσω τό σεdούκι, δὲ dρώω αὐτόθ. Συνών. ἀδε͜ιάζω Β1. 2) Εὑρίσκω εὐκαιρίαν Νάξ. (’Απύρανθ.) Κύπρ : Δὲν ἐπάδκε͜ιασα νά ᾿ρτω νὰ σὲ δῶ Κύπρ. Δὲν ἐπόδε͜ιασ’ ἀκόμα ’Απύρανθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA