ἀπαδυνατίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαδυνατίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαδυνατίζω ἀμάρτ. ἀποδυνατίζω Χίος -Λεξ. Μπριγκ. ἀπουδ’νατίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ’ποϋνατίζω Ρόδ. ἀποδυνατῶ Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀδυνατίζω. Ὁ τύπ. ἀποδυνατίζω καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στίχ 790 (ἔκδ. Wagner σ. 168) «καὶ ὅταν ἐξαπορισθῇς καὶ ἀποδυνατίσῃς, |
Σημασιολογία
᾿Απαδυναμίζω, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA