βαρυξενεμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυξενεμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαρυξενεμένος ἐπίθ. Κύπρ.

Ετυμολογία

Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. βαρυξενεύω.

Σημασιολογία

Ὁ συχνὰ ξενιτευόμενος: ᾎσμ. Ταὶ ποιὸς σ᾿ ἔφερεν, κόρη μου, τ’ εἶσαι ἡ Ἀρετή μου; -Ἀρφός μου ὁ Κωστάντινος ὁ βαρυξενεμένος ἁποῦ βαρεῖ ᾽ς τὲς ξενιδκε͜ιὲς ἐννεˬὰ φορὲς τὸν χρόνον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/