βαρυπαίρνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυπαίρνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρυπαίρνω Πελοπν. (Γορτυν. Λάστ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. παίρνω.

Σημασιολογία

Ζυγίζων τι δολίως ὥστε νὰ φανῇ βαρύτερον ἀπὸ ὅ,τι εἶναι λαμβάνω παρὰ τοῦ ἀγοραστοῦ περισσότερα τοῦ πρέποντος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Κεφάλι, τί κακό ᾽καμες ποῦ σὲ τραυᾶν τὰ ὄρνεα; νὰ μὴν ἐβαρυζύγιασες, νὰ μὴν ἐβαρυπῆρες;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/