ἀσπρόκολας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόκολας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσπρόκολας ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἰγιάλ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μεσσ. κ.ἀ.) ἀσπροκόλα ἡ, Ἀθῆν. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κάρυστ. Κουρ. Ὀξύλιθ. Ὄρ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Κυνουρ. Λακων. Λάστ. Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Μονεμβασ. Πυλ.) Ρόδ. - Λεξ. Βλαστ. 426 Δημητρ. ἀσπρουκόλα Στερελλ. (Ἀράχ. Λεβάδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ. τοῦ ἐπιθ. ἀσπρόκολος.
Σημασιολογία
Τὸ πτηνὸν πετροδίαιτος ἡ οἰνάνθη (saxicola œnanthe) τοῦ γένους τῶν πετροδιαίτων (saxicolae) τῆς τάξεως τῶν ξηροβατικῶν (passaraceae) μὲ λευκὸν τὸ ὑπὸ τὴν οὐρὰν πτίλωμα ἔνθ᾿ ἀν.: Παροιμ. Ἡ ἀσπροκόλα δούλευε κιˬ ὁ κοῦκος τρώει καὶ πίνει (ἐπὶ ραθύμων. Ἐκ τῆς παραδόσεως ὅτι ὁ κοῦκος θέτει τὰ ᾠά του πρὸς ἐκκόλαψιν εἰς τὴν φωλεὰν τοῦ ἀσπρόκολα καὶ ἄλλων πτηνῶν) Πελοπν. Συνών. ἀσπροκολεˬὰς 2, ἀσπροκόλι, ἀσπροκολίδα, ἀσπροκολῖνα, ἀσπρόκολος 2. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA