ἀπάθεια
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάθεια
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπάθεια ἡ, λόγ. κοιν. ἀπάθε͜ια σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπάθεια.
Σημασιολογία
1) Ψυχικὴ ἠρεμία, ἔλλειψις συγκινήσεων λόγ. κοιν.: ’Απάθεια ποῦ σοῦ τὴν ἔχει ! 2) Ἔλλειψις στενοχωρίας, ἄνεσις Ἤπ. (Χουλιαρ.) Θρᾴκ. (Κομοτ.): Ζῆ μ᾿ ἀπάθε͜ια οὑ καλότ’χους Χουλιαρ. 3) Ὑπομονὴ Θρᾴκ. (Αἶν.) : Παροιμ. Μὲ τὴν ἀπάθε͜ια | βράζ’ ἡ πάπι͜α (διὰ νὰ συντελεσθῇ ἔργον τι ἀπαιτεῖται ὑπομονή).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA