γουλομανῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλομανῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γουλομανῶ Μύκ. γ᾽λουμανάω Λευκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γοῦλος καὶ τῆς παραγωγ καταλ. –μανῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀλγῶ κατὰ τὰ οὖλα, ἐπὶ νηπίων κατὰ τὴν ἐποχὴν τῆς ὀδοντοφυΐας Μύκ.: Γουλομανεῖ τὸ παιδί. 2) Αἰσθάνομαι ἀλγηδόνα ἢ κνησμὸν εἴς τι μέρος τοῦ σώματος ἕνεκα ὑπάρξεως πύου Λευκ.: Μὲ γ᾽λουμανάει τὸ χέρ᾽ μου. 3) Κουράζω πάσχον μέλος τοῦ σώματος Λευκ.: Ἐγ᾽λουμά᾽σα τὸ χέρ᾽ μ᾽, π᾽ μ᾽ πόναε καὶ μ᾽ ἀπόνεσε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/