ἄπαθος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπαθος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπαθος ἐπίθ. Πόντ (Τραπ.) -Λεξ. Δημητρ. ἄπαθους Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀνάπαθους Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. παθαίνω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,105 κἑξ. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ τύπ. ἀνάπαθους ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ παθών, ἀπαθὴς ἔνθ’ ἀν. Συνών ἀπάθητος. β) Ἄπειρος Μακεδ. (Καταφύγ.) Συνών. ἀμάθητος 2. 2) Οὐδ. πληθ. ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν φαντάζεταί τις ὅτι δύναται νὰ πάθῃ Μακεδ. (Καταφύγ.): Ἔπαθα τ᾿ ἀνάπαθα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA