βάρυπνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάρυπνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

βάρυπνα ἐπίρρ. Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Εκ τοῦ ἐπιθ. βάρυπνος.

Σημασιολογία

Μὲ βαρὺν ὕπνον: Πάντα του κοιμᾶται βάρυπνα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/