ἀπαιγνίδιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαιγνίδιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαιγνίδιˬαστος ἐπίθ. ἀπαιγνίδστος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παιγνιδιˬαστὸς<παιγνιδιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ προσβληθεὶς ὑπὸ νευρικῶν σπασμῶν, ἀσεληνίαστος, συνήθως ἐπὶ νηπίων: Τὸ μωρὸν γοὺς τὸ μεσημέρ’ ἔτον ἀπαιγνίδστον καὶ τὸ μεσημέρ’ ἐπαιγνιδστεν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/