γουλοσταχυˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλοσταχυˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουλοσταχυˬάζω ἐνιαχ. γ᾽λουσταχυˬάζου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λέσβ. Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούλα (Ι) καὶ τοῦ ρ. σταχυˬάζω Βλ. Φ. Κουκουλ., Ἀθηνᾶ 57 (1953), 203.
Σημασιολογία
1) Διψῶ πολύ, ξηραίνεται τὸ στόμα μου ἀπὸ τὴν δίψαν, οἱονεὶ αἰσθάνομαι ὡς νὰ ἔχω στάχυα, ἄγανα, εἰς τὸν λαιμόν μου (τὴν γούλαν μου, βλ. λ.) ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ἐπιθυμῶ πολὺ νὰ φάγω τι Θρᾴκ. (Μάδυτ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA