ἀπαίδευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαίδευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαίδευτος ἐπίθ. σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ.Χαλδ.) ἀπαίδιφτους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπαίδευτος.

Σημασιολογία

1) ᾿Αμαθής, ἀγράμματος Πελοπν. (Λακων. Οἰν.) Πόντ. (Κερασ.) : Παιδὶ ἀπαίδευτο Λάκων. Συνών. ἀμαθής, ἀμάθιστος, ἀξεπαίδευτος. 2) Ἄξεστος, ἀγροῖκος Λέσβ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Χαλδ.) Προπ. (Κούταλ.) : Ἀπαίδευτα λόγιˬα Κερασ. Ἀπαίδευτον κιˬ ἀπρόκοφτον παιδὶν Χαλδ. Συνών. ἀγροίκητος Β4, ἀγροῖκος (Ι) Ι1. 3) ᾿Ακαλλιέργητος, ἀπεριποίητος Πόντ. (Κερασ.): Ἀπαίδευτον κεπὶν-χωράφιν. 4) Ὁ μὴ δαμασθείς, ἐπὶ ζῴου Εὔβ. (Στρόπον.) Κρήτ. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Τὸ βόδι σου εἶναι ἀπαίδευτο’ς τὸ ἀλέτρι Λεξ. Δημητρ. ᾽Απαίδιφτου τό ᾿χιτι ᾿κόμα τοὺ δαμά; Στρόπον. ‖ ᾎσμ. Τρίτην ἐσπάρθη ὁ Διγενὴς καὶ Τρίτην ἐγεννήθη, Τρίτην ἐκαβαλλίκεψε τ᾽ ἀπαίδευτο μουλάρι Κρήτ. Συνών. ἄπαιδος (ΙΙ). β) Ὁ μήπω πυρακτωθείς, ἐπὶ νεοτεύκτου κλιβάνου Εὔβ. (Κονίστρ. Στρόπον.) -Λεξ. Πρω. Δημητρ. : Ἔχομε τὸ φοῦρνο ἀπαίδευτο Κονίστρ. 5) Ὁ μὴ ὑποστὰς βάσανα, στενοχωρίας πολλαχ. : Ἀπαίδευτος ἄνθρωπος πολλαχ. Οὕ' τὴ ζουή τ᾿ ἔμ’νι ἀπαίδιφτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) Καὶ συνεκδ. ’Απαίδευτη ζωὴ πολλαχ. 6) Ὁ μὴ τιμωρηθείς, ἀτιμώρητος Πόντ. (Τραπ.) : ᾿Εφῆκεν ἀπαίδευτον τὸ παιδίν ἀτ’ καὶ ἐγέντον ὀκνρ'κον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/