γουλόστρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλόστρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γουλόστρωτος ὁ, ἐπίθ. Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ) καὶ τοῦ ἐπιθ. στρωτός.
Σημασιολογία
Ὁ ἐστρωμένος διὰ μικρῶν λίθων: ᾽Στ᾽ Ἀργοστόλι εἴχαμε πολλοὺς γουλόστρωτους δρόμους καἰ αὐλὲς γουλόστρωτες. Συνών. γουλοστρωμένος, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γουλοστρώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA