βαρυρρίχνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυρρίχνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυρρίχνω Θρᾴκ. Μέσ. βαρεˬορρίχνομαι Α. Ρουμελ. (Καρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. ρίχνω.
Σημασιολογία
1) Ἐπιβάλλω τι (ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ ἐπαχθοῦς) Θρᾴκ.: ᾎσμ. Τρεῖς ἄρχοντες ἐκάθουνταν ’ς ἕν’ ἀργυρὸ τραπέζι, ὁ ἕνας παινέθη τ’ ἄσπρα dου κι ὁ ἄλλος τὰ φλουριˬά dου, ὁ τρίτος ἐπαινέθηκε πὄχ’ ὄμορφη γυναῖκα καὶ τὸν ἐβαρυρρίξανε τρίγιˬω χρονῶ χαράτσι. 2) Μέσ. ἐμπλέκομαι εἰς βαρὺν ἀγῶνα, εὶς βαρεῖαν πάλην Α.Ρουμελ. (Καρ.): ᾎσμ. Βρέ, ἔλα νὰ παλέψουμε καὶ νὰ βαρεˬορριχτοῦμε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA