γουλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουλώνω (Ι) Πόντ. (Χαλδ.) γκουλώνου Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γούλα (Ι).
Σημασιολογία
1) Πληροῦμαι μέχρι τοῦ λαιμοῦ Πόντ. (Χαλδ.): Ἐγούλωσεν ἡ χαμαιλέτε (= ἐγέμισεν σιτάρι ἡ γούλα (βλ. γούλα 3ι) τοῦ χειρομύλου). 2) Πνίγω τινὰ συσφίγγων τὸν λαιμόν του διὰ τῶν χειρῶν μου Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. λαιμουριˬάζω. 3) Πλέκω τὸν λαιμόν, τὴν κνήμην τῆς κάλτσας Πόντ. (Χαλδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA