γουλώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουλώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γουλώνω (ΙΙ) Πελοπν. (Ἦλ. Κερπιν.) Πόντ. (Κοτύωρ. Σταυρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουλὶ (ΙΙ).
Σημασιολογία
1) Παχύνομαι Πελοπν. (Ἦλ. Κερπιν.): Κόβω τὶς κορφὲς τῶν ἀμπελιˬῶν γιˬὰ νὰ γουλώσουν τὰ σταφύλιˬα Ἦλ. 2) Συσσωρεύω χῶμα περὶ τὴν ρίζαν τοῦ φυτοῦ Πόντ. (Κοτύωρ. Σταυρ. Χαλδ.): Ἐγούλωσα καλὰ τὰ καρτόφ (= συνεσώρευσα πολύ χῶμα εἰς τὴν ρίζαν τῆς πατάτας) Σταυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA