ἀπαιτῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαιτῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαιτῶ λόγ. κοιν.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπαιτῶ.

Σημασιολογία

’Επιμόνως ζητῶ τι: ᾿Απαιτῶ νὰ μὲ ἀκούσῃς-νὰ μοῦ τὸ δώσῃς - νὰ μοῦ γυρίσῃς τὰ δανεικὰ - νὰ πῇς τὸ ναὶ κττ. Ἡ μετοχ. ἀπαιτούμενα οὐσ., τὰ ἀναγκαῖα: Δὲν ἔχω τὰ ἀπαιτούμενα γιˬὰ νὰ κάμω αὐτὴ τὴ δουλε͜ιά. Μοῦ λείπουν τὰ ἀπαιτούμενα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/