βαρυστενάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυστενάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυστενάζω Πόντ. (Κερασ.) βαρεˬαστενάζω Πελοπν. (Λάστ.) βαρεˬαστινάζου Μακεδ. (Σισάν.) βαραστενάζ-ζω Χίος (Πυργ.) βαρεοστενάζω ΓΨυχάρ. Ἁγνὴ2 76.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ ρ. στενάζω.
Σημασιολογία
Ἀναστενάζω βαθέως ἔνθ’ ἀν.: Πέθανιν οὑ καηˬμένους πικραμμένους σὰν τ’ χουλή, τρεῖς φουρές βαρεˬαστέναξι κ᾿ ἔδουκι τ᾿ ψυχή τ’ Σισάν. Συνών. βαρεˬαναστενάζω, βαρυαναστενάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA