γουνάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουνάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουνάκι τό, Ἀθῆν. Ψαρ. γουνάτσι Ἄνδρ. γουνάτι Μέγαρ. γ᾽νάκι Σκιάθ. - Α. Παπαδιαμ. Χριστουγενν. διηγ., 102.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ούσ. γούνα καὶ τῆς ὑποκοριστ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρὰ γούνα Ἄνδρ. Μέγαρ. Σκίαθ. Ψαρ. - Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ θε͜ιά, τὸ Μαλαμώ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴ φ᾽στάνα της τὴν βρεγμενην κ᾽ ἐφόρεσεν ἄλλην στεγνὴν καὶ τὸ γ᾽νάκι της τὸ καλὸ Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾽ ἀν || Παροιμ. Ἂ δὲ βρῇς γούνα, πᾶρε γουνάτσι ταὶ φεύγα (περὶ ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, ἐπιδιώκοντες τὸ ὅλον καὶ μὴ ἐπιτυγχάνοντες αὐτό, πρέπει νὰ ἀρκοῦνται εἰς ὅ,τι ἐπιτύχουν) Μέγαρ. Συνών. γουνίτσα 1. 2) Στενὴ λωρὶς γούνας προσραπτομένη εἰς τὸν γῦρον τῆς γυναικείας φούστας, εἰς τὰ ἄκρα τῶν χειρίδων ἢ εἰς τὰς ἐμβάδας Ἀθῆν. Συνών. γουνίτσα 2. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουνάκης Κρήτ. (Ρέθυμν. Χαν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA