βαρυστόμαχος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυστόμαχος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαρυστόμαχος ἐπίθ. σύνηθ. βαρυστόμαχους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βαρεˬοστόμαχος Λεξ. Πρω. βαρεˬοστόμαχες Σκῦρ. βαροστόμαχος Σῦρ. κ.ἀ. - Λεξ. Βυζ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ. βαρουστόμαχους Θρᾴκ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. στομάχι.
Σημασιολογία
1) Ὁ προξενῶν βάρος εἰς τὸν στόμαχον, δύσπεπτος σύνηθ. : Βαρυστόμαχο φαεῖ. Τὰ φασόλιˬα εἶναι βαρυστόμαχα. 2) Ὁ πάσχων ἀπὸ χρονίαν δυσπεψίαν Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA