βαρυσυννεφιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυσυννεφιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

βαρυσυννεφιˬὰ ἡ, πολλαχ. βαροσυννεφιˬὰ Α.Ρουμελ. (Καρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. συννεφιˬὰ.

Σημασιολογία

Ἡ λίαν συννεφώδης κατάστασις τῆς ἀτμοσφαίρας ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Ἐτούτη ἡ βαρυσυννεφιˬὰ, ἡ σκοτιδιˬά, ὁ βρόντος σὲ ἄλλο δὲν κατήντησε παρᾶ δροσιˬὰ νἀ βρέξῃ ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 65.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/