βαρυσυννεφιˬασμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυσυννεφιˬασμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βαρυσυννεφιˬασμένος ἐπίθ. ΓΞενοπ. Ἀναδυομέν. 164.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ συννεφιˬασμένος μετοχ. τοῦ ρ. συννεφιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ σκεπασμένος ἀπὸ πυκνὰ σύννεφα, ὁ λίαν συννεφώδης: Οὐρανὸς βαρυσυννεφιˬασμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA