ἀσπρολάχανο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρολάχανο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀσπρολάχανο τό, Λεξ. Βλαστ. 455 ἀσπρολάχανου Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. λάχανο. Τύπ. ἀσπρολάχανον παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ποικιλία κράμβης τῆς λαχανώδους κεφαλωτῆς (brassica oleracea capitata) τοῦ γένους τῆς κράμβης (brassica) τῆς τάξεως τῶν σταυρανθῶν (cruciferae).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/