ἀπακρουμάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπακρουμάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπακρουμάζομαι, ἀποgρομάζομαι Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀκρουμάζομαι.

Σημασιολογία

᾿Ακούω κρυφίως, ὠτακουστῶ : ᾿Αποgρομάστηκα τί ἐλέγανε. Συνών. ἀκρουμάζομαι 2, ἀκρουμαίνω 1β, ἀφακράζομαι, κρυφακούω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/