ἀπαλάγωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλάγωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαλάγωτος ἐπίθ. Πόντ. (Κρώμν. Χαλδ.) ἀπαλαγόετος Πόντ. (Σάντ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παλαγωτὸς<παλαγώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐπιδιορθωθείς, ἀνεπισκεύαστος Κρώμν. Χαλδ. : ᾿Απαλάγωτα εἶναι τὰ τσαρού μ᾽. 2) Ὁ μὴ καθαρισθεὶς ἀπὸ ξένας ὕλας Σάντ. 3) Μεταφ. περὶ γυναικός, ἡ μὴ βινηθεῖσα Κρώμν. Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/