βαρυφημισμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυφημισμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυφημισμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. βαρυφουμισμένος Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. βαρυ- καὶ τοῦ φημισμένος μετοχ. τοῦ ρ. φημίζω.
Σημασιολογία
Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἡ φήμη είναι εὐρύτατα διαδεδομένη, πολύφημος, διάσημος: ᾎσμ. Παππᾶ, παππᾶ, τὴν κόρην σου τὴν βαρυφουμισμένην, ἀποὺ τὴν ἐφουμίσασιν παππᾶες καὶ γουμένοι. Συνών. ἀκουστὸς 3, ξακουσμένος, ξακουστός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA