ἀπαλάμιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλάμιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαλάμιστος ἐπίθ. Ζάκ. Θήρ. Παξ. κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *παλαμιστὸς<παλαμίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἐπιχρισθεὶς διὰ πίσσης, ἀπίσσωτος, περὶ πλοίων ἔνθ’ ἀν.: Ἀπαλάμιστο καράβι Λεξ. Δημητρ. 2) Ὁ μὴ ἐπιστρωθεὶς δι᾿ ἀμμοκονιάματος, ἐπὶ τοίχου, οἰκοδομῆς κττ. Λεξ. Δημητρ.: Ἀπαλάμιστος τοῖχος. Ἄφησε τὸ σπίτι ἀπαλάμιστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/