βαρυχειμωνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρυχειμωνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

βαρυχειμωνιˬὰ ἡ, κοιν. βαρυ’μουνιˬὰ βόρ. ἰδιώμ. βαρυειμωνία Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ.) βαρε͜ιοχειμωνιˬὰ Πελοπν. (Γέρμ.) βαρζοχειμωία Τσακων. βαροχειμωνιˬὰ Ζάκ. Καππ. (Σινασσ.) Κέρκ. Κρήτ. Νάξ. (Ἐγκαρ.) Πάρ. Πελοπν. (Οἰν.) Σύμ. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. βαρουχειμουνιˬὰ Θρᾴκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) βαροσειμωνιˬὰ Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. χειμῶνας.

Σημασιολογία

Χειμὼν δριμὺς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Βάσταξον, κάρδ, βάσταξον κἄμποσα χρόν κιˬ ἄλλο, ὅπως βαστοῦνε τὰ ραὰ την βαρυειμωνίαν Σταυρ. - Ποιήμ. Μαύρισε, κῦμα, τὸν ἀφρὸ κ᾿ ἐσεῖς βουνὰ τὸ χιˬόνι, γιατ᾿ ἦρθε βαρυχειμωνιˬὰ καὶ δὲ λαλεῖ τ᾽ ἀηˬδόνι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,116. Χωρὶς ποτ᾿ ἕν᾿ ἀπάνεμο μέσ᾿ ’ς τὴν ἀνεμοζάλη οὔτ’ ἕνα καταφύγιο ᾿ς τὴ βαρυχειμωνιˬὰ αὐτοθ. 2,234. Συνών. βαρυχειμασιˬά, *βαρυχειμωνικία, βαρυχειμωνίτσα, βαρυχείμωνο, ἀντίθ. ἀλαφροχειμωνιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/