ἀπαλείφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαλείφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαλείφω Κρήτ. –Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ἀλείφω.
Σημασιολογία
Τελείως ἀλείφω, καταρρυπώνω τι ἔνθ’ ἀν.: Ἦταν ἀλειμμένο μιˬὰ ᾿ουλεˬά, μὰ ᾿δὰ τ᾽ ἀπάλειψες ἐσὺ Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA