ἀπαλέτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλέτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπαλέτης ὁ, Εὔβ. (Κάρυστ.) Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Κῶς Πελοπν. (Κυνουρ. Λακων. Μάν.) Ρόδ. –ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 83 –Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Δημητρ. ἀbαλέτης Κρήτ. ἀπελέτης Κύπρ. ἀπελάτης Πελοπν. (Οἰν.) ἀπαλέτ’ς Ἴμβρ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾽παλέτ᾽ς Εὔβ. (Στρόπον.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀλέτης.

Σημασιολογία

1) Ἀπαλεστής, ὃ ἰδ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἤρτασι πολλοὶ ἀπαλέτες σήμερο ᾿ς τὸ μύλο Ρόδ. Ἔχω πολλοὺς ἀπαλέτες Εὔβ. (Κάρυστ.) Ὁ μύλος ἔν ᾽γεμᾶτος ἀπαλέτες καὶ τοῦτος ἔκατσε καὶ μεθυˬοκοπᾷ Κύπρ. ’Επέσανε πολλοὶ ἀπαλέτες καὶ δὲ γατέω τίνος ν᾿ ἀλέσω καὶ τίνος ν’ ἀφήσω (γατέω=ἠξεύρω) Κρήτ. Τὸν εἶχε δυˬὸ χρόνιˬα τώρᾳ μ᾿ ἀλεστικὸ νοικιˬασμένο κ’ εἶχε ἀπαλέτες τοὺς χωριˬανοὺς κιˬ ἄλεθε νὰ βγάνῃ τὸ καθημερινό του ΚΠασαγιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. 2) Ὁ τακτικῶς μετά τινος συναλλασσόμενος, πελάτης Κύπρ.: Ὁ δεῖνα ἔμπορος δὲν ἔει πολλοὺς ἀπαλέτες. Συνών. μουστερής.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/