ἀπαλέτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαλέτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπαλέτι τό, Κρήτ. ’παλέτι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ ἀμαρτ. ἀρχ. οὐσ. ἀλέτιον<ἀλέτης (ὄνος).
Σημασιολογία
1) Πλὰξ χειροπληθής, λίθινος δίσκος χρησιμοποιούμενος εἰς τὴν παιδιὰν ἀμάδες: Τὸ ἀπαλέτι του εἶναι εἰς τὴ μέση τοῦ βουνοῦ Γυψᾶ (ἐνν. τοῦ Σαραdάπηχου. ᾿Εκ παραδ. ᾿Ιδ. ΝΠολίτ. Παραδ 1,70). Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. τοῦ Σαραdάπηχου τ᾿ ἀπαλέτι καὶ ὡς τοπων. Συνών. ἀμάδα 2. 2) Κατὰ πληθ., ἡ παιδιὰ ἀμάδες: Ἔλα νὰ παίξωμε d’ ἀπαλέθιˬα. Συνών. ἀμάδα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA