ἀσπρόλουλουδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόλουλουδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπρολούλουδο τό, σύνηθ. ἀσπρουλούλουδου βόρ. ἰδιώμ. ἀσπρολάλουδο Πελοπν. (Μάν.) ἀσπρολέλουδο Στερελλ. (Ἀράχ.) ἀσπροπούλουδο Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. λουλούδι.
Σημασιολογία
1) Λευκὸν ἄνθος πολλαχ.: Ὁ κάμπος ἐγέμισε ἀπὸ ἄσπρολούλουδα. Λαμποκοπάει σὰν ἀσπρολούλουδο πολλαχ. || Ποιήμ. ᾽Σ τὸ μέτωπό μου | στεφάνι πέφτανε καὶ τὰ μαλλιˬὰ | σὰν ἀσπρολούλουδα | σὰ γιˬασεμιˬὰ Κ. Παλαμ. Πεντασύλλ. 69 Ξέρω ἕνα ἀσπρολούλουδο, | ἀνθὸ χωρὶς ψεγάδι, π᾽ ὅλο χάιδιˬα χαίρεται | ἀπ᾽ τὴν αὐγὴ ὥς τὸ βράδυ Κ. Παλαμ. Τάφ.2 6. 2) Τὸ ἀγριολούλουδον λευκανθὲς τὸ πολυετὲς (bellis perennis) καὶ λευκανθὲς τὸ ἐτήσιον (bellis annua) τοῦ γένους τοῦ λευκανθοῦς (bellis) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) πολλαχ. 3) Τὸ φυτὸν ἀνθεμὶς ἡ Χία (anthemis Chia) τοῦ γένους τῆς ἀνθεμίδος (anthemis) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) πολλαχ.: Ποίημ. Μάδεψα ἑφτὰ ἀσπρολούλουδα πολληˬώρα μέσ᾽ ᾽ς τὸ σάδι, τὰ τέσσερα μοῦ ᾽παν τὀ ναί, τὰ τρία μοῦ ᾽παν ὄχι Κ. Κρυστάλλ. Ἔργα 2,69. Συνών. ἀσπρόπουλλο 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA