ἀπαλιμιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλιμιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπαλιμιˬάζω ἀπαλιμζω Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀπαλίμιν.

Σημασιολογία

Ἀλμυρόν τι ἐμβαπτίζω εἰς ὕδωρ διὰ νὰ ἀποβάλῃ μέρος τῆς ἁλμύρας του: Ἀπαλιμίασα τὸ κρέας. Συνών. ἀπαλιμιδιˬάζω, *ἀπαλιμίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/