βαρυψυχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαρυψυχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαρυψυχῶ Κρήτ. βαρεˬοψυχῶ Κρήτ. βαροψυχῶ ΙΠολυλ. Διηγ. 55.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρύψυχος ἢ κατ’ εὐθεῖαν ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. ψυχή.
Σημασιολογία
Φέρω τι βαρέως, στενοχωροῦμαι καθ’ ὑπερβολὴν ἔνθ’ ἀν.: Δὲ βαρυψυχοῦμε Κρήτ. Τόσο ἐβαροψύχησα, ὥστε εἶχα σχεδὸν ἀποφασίσει νὰ πουλήσω ὅλα τὰ ὑπάρχοντά μου ΙΠολυλ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Κόρ’, ἄρχως σου θὰ παdρευτῇ κιˬ ἄλλη ξαθὴ θὰ πάρῃ κι ἃ δὲ βαρεˬοψυχᾷς κ’ ἐσύ, ἔλα νὰ bῇς κουbάρος, κουbάρος γὴ κουbάρισσα ν᾿ ἀλλάξῃς τὰ στεφάνιˬα (γὴ = ἢ) Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA