βαρῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαρῶ κοιν. βαροῦ Ἀπουλ. (Καλημ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Αὐλωνάρ. Στρόπον.) Θρᾴκ. (Κεσάν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) βαράω σύνηθ. βαράου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πελοπν. (Μάν. Σουδεν. Τριφυλ.) βαρέω Καλαβρ. βαρέου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) βαρνῶ Ἄνδρ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Καππ. (Σινασσ.) Μακεδ. (Μελέν.) βαρίζω Ἀπουλ. Κίμωλ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Σκῦρ. βαρέζω Κρήτ. βαρήχνω Κρήτ. Ἀόρ. ἐβάρησα Κέρκ. Κεφαλλ. βάρησα Νάξ. (Φιλότ.) ἐβάρηκα Κρήτ. Μῆλ. βάρηκα Κάρπ. Προστ. βάρε͜ιε Βιθυν. Κεφαλλ. κ.ἀ. βάρει πολλαχ. βάρ’ πολλαχ. Μετοχ. βαρημένος Κύπρ. Πάνορμ. βαρεμένος κοιν. βαρε͜ιωμένος Πελοπν. (Γορτυν.) βαρε͜ιουμένους Θρᾴκ. (Αἶν.) βαρούμενος πολλαχ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. βαρῶ. Ὁ τύπ. βαρίζω καὶ μεσν. Περὶ τοῦ βαρήχνω ἐκ τοῦ ἐβάρησα καθὼς καὶ ἀπαντῶ - ἀπαντήχνω κττ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,291. Ἡ προστ. βάρ’ πάντοτε ἐν συνεκφ. μετὰ τῆς ἀντωνυμίας τόν, τήν, τό, οἷον: βάρ’ τον – την - το. Ἡ μετοχ. βαρεμένος συμπίπτει μὲ τὴν μετοχ. τοῦ βαρένω, ὃ ἰδ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Προξενῶ βάρος, πιέζω διὰ τοῦ βάρους πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Ἰνέπ.): Μὲ βαροῦνε τὰ πράματ’ αὐτὰ Θήρ. || Φρ. Τοὺν βαρεῖ ἡ γνῶσ’ (ἔχει πολλὴν γνῶσιν) Μακεδ. (Σισάν.) || ᾌσμ. Σκλάβε μ’ πεινᾷς, σκλάβε μ᾿ διψᾷς, σκλάβε μ’ ροῦχα γυρεύεις. σκλάβε μ’ τὰ σίδερα βαροῦν, σκλάβε μ᾿ οἱ ἀλυσιˬές σου; Ἰνέπ. Οὔτε τὰ ροῦχα μου βαροῦν οὔτε τ’ ἀσημικά μου, μόν’ ἔσφαξαν τὸ ταίρι μου ᾿πάνω ’ς τὰ γόνατά μου, ἐκεῖν' ἐμὲν ἐβάρυνε, ᾿πόμειν᾿ ἀπὸ τὴ συντροφιˬά μου Σινασσ. Στέκομαι κ’ εἰς τὴν γῆν βαρῶ κ’ ἡ γῆς βαρεῖ ’ς ἐμένα Νίσυρ. Νὰ πῶ ἡ πλάκα σοῦ βαρεῖ, νὰ πῶ τὸ μαῦρο χῶμα; (μοιρολ.) Ἰθάκ. β) Καταπονῶ, θλίβω Ἤπ. (Ζαγόρ.): Μὶ βαρεῖ ἡ δ’λε͜ιά. γ) Ἐνοχλῶ, λυπῶ, στενοχωρῶ πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Σινασσ.) κ.ἀ.: Μὲ βάρεσε πολὺ αὐτὸς ὁ λόγος Ἤπ. || Φρ. Μὶ βαρεῖ (αἰσθάνομαι τύψιν συνειδήσεως) Μακεδ. (Σισάν). Μοῦ βαρεῖ (λυποῦμαι ἢ μοῦ κακοφαίνεται Λεξ. Αἰν. ἢ βαρύνομαι Ἤπ.) Τοῦ βαρνεῖ (τοῦ κακοφαίνεται) Σινασσ. || Γνωμ. Τοὺ πουλὺ τοὺ Κύρι’ ἐλέησον βαρεῖ κὶ τ' Θιοῦ (αἱ πολλαὶ θρησκευτικαὶ παρακλήσεις καταντοῦν ὀχληραὶ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) 2) Κτυπῶ, πλήττω κοιν.: Βαρῶ παλαμάκιˬα. Βαρῶ τὴν καμπάνα. Τὸ βάρεσε τὸ παιδὶ καὶ κλαίει κοιν. Συνεκδ. καί: βάρεσα τὸ πόδι μου - τὸ χέρι μου κττ. ἀντὶ τοῦ: ἔπεσα καὶ βάρεσα ᾿ς τὸ πόδι μου - ᾿ς τὸ χέρι μου κοιν. || Φρ. Μὲ βάρεσε ᾿ς τὸ κεφάλι τὸ κρασὶ (ἔπαθα κεφαλαλγίαν ἀπὸ τὴν κακὴν ποιότητα τοῦ κρασιοῦ). Ἡ βρόμα μοῦ βάρεσε ’ς τὴ μύτι. Τὸν βάρεσε νταμλᾶς (ἔπαθε ἀποπληξίαν). Βαρῶ τὸ γάλα (κτυπῶ αὐτὸ πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου) σύνηθ. Βαρῶ βούτυρο (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. Βαρῶ τὴν κάδη (πλήττω τὸ γάλα ἐντὸς τοῦ κάδου πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου) Πελοπν. (Μεσσ.) Τὸν βάρεσε πετρεˬὰ (ἔπαθε διανοητικῶς) Λεξ. Δημητρ. Τοῦ βάρεσε ᾿ς τὸ κεφάλι (ἔπαθεν ἐκ σκοτοδίνης ἢ ἀποπληξίας) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν.) Βάρεσε τὸ κεφάλι του (μετεμελήθη) Ἀρκαδ. Βαρῶ τὸ κεφάλι μου (φροντίζω) Ἤπ. Βαρῶ τὸ πρόσωπο (ἀποξέω τὸ πρόσωπον τοῦ δέρματος) Σῦρ. Τοῦ τὰ βάρεσα τσεκούρι (τοῦ τὰ εἶπα ἀπεριφράστως) Πελοπν. Βαρῶ τοὺ σύρμα (τηλεγραφῶ) Μακεδ. (Ραδοχώρ.) Βάρει κ᾿ ἔπαρ᾿ (ἐπὶ διαρπαγῆς καὶ λεηλασίας) Ἤπ. Βάρ᾿ ἐμεῖς πέσ᾿ ἐμεῖς, βάρει οἱ ἄλλοι πέσ’ ἐμεῖς (ἐπὶ τοῦ ἐν πάσῃ περιπτώσει ζημιουμένου. αἱ προστ. βάρει καὶ πέσε λαμβάνονται ἀκλίτως) Λεξ. Ἐλευθερουδ. || Αἴνιγμ. Μιˬὰ τσουλιˬὰ βαρεῖ τὴν ἄλλη, | γίνεται χαρὰ μεγάλη (ὁ μύλος) Εὔβ. (Κάρυστ.) Καὶ ἀμτβ. ὑφίσταμαι πλῆγμα κοιν.: Ἔπεσα καὶ βάρεσα ἢ βάρεσα ᾿ς τὸ κεφάλι - ’ς τὸ χέρι κττ. β) Μέσ. ἀλληλοπαθές: Βαρε͜ιῶνται τ’ ἀρνιˬὰ (διαπληκτίζονται διὰ τῶν κεράτων) Πελοπν. (Μαζαίικ.) γ) Ἀπροσ. ἐπέρχεται κατὰ νοῦν Λεξ. Δημητρ.: Μοῦ βάρεσε νὰ κάμω τοῦτο ἢ ἐκεῖνο. δ) Ἡ προστ. βάρει ἐν συνεκφ. μετὰ τοῦ βάστα ἐπιρρηματ., ἄνευ ἀναπαύλας, ἀδιακόπως Ἴμβρ.: Πιˬάνου dὴ δ’λε͜ια βάρει βάστα. Συνών. χτυπῶ. 3) Φονεύω σύνηθ: Τὸν βάρεσαν τὸν δεῖνα σύνηθ. Τὸ δεῖνα χόρτο τὰ βαρεῖ τὰ πρόβατα Πελοπν. (Φεν.) || ᾎσμ. Κιˬ ἂν σᾶς ρουτήσ’ ἡ μάννα μου, ἡ δόλιˬα ἡ ἀδιρφή μου, μὴ bῆτι πῶς βαρέθηκα, πῶς εἶμι σκουτουμένους Θεσσ. Συνών. σκοτώνω. β) Θηρεύω σύνηθ.: Βαρέσαμε πολὺ κυνήγι. Βάρεσα ἕνα λαγὸ σύνηθ. || Φρ. Βαρεῖ ᾿ς τὸν ἀέρα ἢ ᾿ς τὸ φτερὸ (ἐπὶ ἀρίστου σκοπευτοῦ) Πελοπν. (Μεσσ.) Συνών. κυνηγῶ, χτυπῶ. 4) Πληγώνω κοιν.: Βαρέθηκε ᾿ς τὸν πόλεμο κοιν. Πιˬάστ’καν μὶ τὰ μαχαίριˬα κί βαρέθ’καν Εὔβ. (Στρόπον.) Τοὺ σαμάρ’ βαρεῖ τοὺ μ’λάρ’ Αἰτωλ. || ᾎσμ. Μὴ μὶ βαρᾷς μὶ τοὺ σπαθὶ κ᾿ εἶμι γιˬατρὸς κὶ γιˬαίνου, βάρα μι μὶ τὰ μάτιˬα σου ποῦ πέφτου κιˬ ἀπιθαίνου Λέσβ. Συνών. λαβώνω, πληγώνω. 5) Σκοπεύω Πελοπν.: Βαρεῖ φοβερά, δὲν τοῦ γλυτώνει λαγός. Συνών. σημαδεύω. 6) Πυροβολῶ πολλαχ.: Βάρεσε μιˬὰ τουφεκεˬά. 7) Ἀνορύσσω, ἐκσκάπτω, ὀρύσσω πολλαχ.: Βαρῶ πηγάδι - φουρνέλλο κττ. Συνών. ἀνοίγω Α3 χτυπῶ. 8) Ἀροτριῶ Πελοπν. (Μεσσ.): Βαρῶ τὸ χωράφι. Συνών. ὀργώνω. 9) Κάμνω ἐντομήν, χαράζω Μέγαρ. κ.ἀ.: Βαράω τὸν πεῦκο νὰ βγάνῃ ρετσινα 10) Ὀχεύω Πελοπν. (Μεσσ.): Τὸ κριάρι βαρεῖ τὴν προβατῖνα. Συνών. βατεύω, πηδῶ. 11) Ὁδηγῶ ζῷα πρὸς βοσκὴν ἢ ἄλλον σκοπὸν Μύκ.: Φρ. Βαράω πρόβατα (βόσκω). 12) Προσβάλλω σύνηθ.: Βγῆκα ἔξω γιˬὰ νὰ μὲ βαρέσῃ λιγάκι ὁ ἀέρας. Βάρεσε τὰ σπαρτὰ ἀρρώστιˬα σύνηθ. || Φρ. Μὶ βάρισι κρύους ἀέρας (παθὼν ἐδιδάχθην) Αἰτωλ. || ᾌσμ. Τ᾿ ἔχουν τῆς Πάτρας τὰ βουνὰ κὶ στέκουν μαραμμένα; ’κεῖνα βουρεˬὰς δὲν τὰ βαρεῖ κιˬ ἀγέρας δὲν τὰ κρούει αὐτόθ. Συνών. κρούω, χτυπῶ. 13) Παίζω μουσικὸν ὄργανον σύνηθ.: Φρ. Ἡ κοιλιˬά του βαράει ταμπουρᾶ (ἐπὶ τοῦ λιμώττοντος) σύνηθ. || ᾌσμ. Ὅλα τὰ κάστρα χαίρονται κιˬ ὅλα βαροῦν παιγνίδιˬα, τ’ Ἀνάπλι κ’ ἡ Μονοβασιˬὰ στέκονται πικραμμένα Πελοπν. (Μάναρ.) Νὰ βγοῦν καὶ τὰ βλαχόπουλλα βαρῶντα τὴ φλογέρα Πελοπν. (Σουδεν.) Καὶ κατὰ συνεκδοχὴν ἀμεταβάτως καὶ ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου σύνηθ.: Βαρεῖ ἡ σάλπιγγα. Βαροῦν τὰ βιˬολιˬὰ σύνηθ. Τὸ γιˬογκάρι βαρεῖ γιˬομᾶτα Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) || ᾌσμ. Γιˬὰ πές μου τί τοῦ ζήλεψες αὐτοῦ τοῦ κάτω κόσμου; εὐτοῦ βιˬολιˬὰ δὲν παίζουνε, παιγνίδιˬα δὲ βαροῦνε (μοιρολ.) Πελοπν. (Τριφυλ.) Πῶς δὲ βαροῦνε τὰ βιˬολιˬά, δὲ bαίζουνε παιγνίδιˬα; (μοιρολ.) Ἰθάκ. Συνών. παίζω. 14) Ρίπτω Ζάκ.: Φρ. Βαρεῖ πετρεˬὲς ’ς τὸν ἥλιˬο (ἐπὶ ἀέργου). 15) Κλέπτω πολλαχ.: Βαράει πορτοφόλιˬα πολλαχ. || Φρ. Βαράει λάχανα ἐν τῇ συνθηματικῇ τῶν λωποδυτῶν γλώσσῃ, λωποδυτεῖ βαλάντια) Ἀθῆν. 16) Θερμαίνω τι διὰ τῆς ἀκτινοβολίας, ἐπὶ τοῦ ἡλίου Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Τὸν ἔβαλε τὸν καπνὸ νὰ τὸν βαρέσῃ ὁ ἥλιˬος. 17) Ὑπερτιμῶ ἢ ὑποτιμῶ ἐν δημοπρασίᾳ ἢ ἐν ἐμπορικῷ ἀνταγωνισμῷ πολλαχ. : Τὸ βάρεσε τὸ σπίτι τόσες χιλιˬάδες δραχμὲς πολλαχ. || Φρ. Βαράει τοὶς τιμὲς (προσφέρει τὰ εἴδη εἰς μικροτέρας τιμὰς) πολλαχ. βαράει τὸ χωριˬὸ (πλειοδοτεῖ ἐν τῷ δημοσίῳ πλείστηριασμῷ τοῦ φόρου του) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) 18) Ἀνύω, διανύω Ζάκ. : Ἐσκέφτηκε νὰ πάρῃ μαζί τση ἕνα κουβάρι, ἓνα βελόνι καὶ τίποτις ἄλλο κ’ ἐβάρε͜ιε δρόμο (ἐκ παραμυθ.) 19) Ἐπισπεύδω Βιθυν. Στερελλ. (Αἰτωλ.): οἱ ἀργάτις βαροῦν (ἐνν. τὴ δουλειὰ) Αἰτωλ. 20) Ἐπιρρίπτω εἴς τινα τὸ βάρος, αἰτιῶμαί τινα Μακεδ. (Βέρ.): Νὰ μή μι βαρῇς ἰμένα. β) Ὑποπτεύομαί τινα Μακεδ. (Βέρ.): Βαρεῖ τὸν δεῖνα. γ) Κατηγορῶ Μακεδ. (Βέρ.): Βαρεῖ τοὺν κόσμου. Β) Ἀμτβ. 1) Ἔχω βάρος πολλαχ.: Ἐβαρεῖ καθόλου Ρόδ. Βαρεῖ περίτου (ἔχει περισσότερον βάρος) Κύπρ. || Φρ. Βαρεῖ ἠ κισέ τ’ (εἶναι πλούσιος. κισὲ = κεσὲς = βαλάντιον) Λέσβ. Ὅσο βαρεῖ ἀξίζει (ἐπὶ ἀνθρώπου πολλοῦ λόγου ἀξίου) Κάρπ. Κύθν. || Παροιμ. Ἡ πέτρα ᾿ς τὸν τόπο της βαρεῖ (ἕκαστος μεταξὺ τῶν οἰκείων καὶ γνωρίμων ἔχει σημαντικότητα ἢ ἕκαστον πρᾶγμα εἰς τὴν οἰκείαν θέσιν ἔχει ἀξίαν) πολλαχ. β) Εἶμαι βαρύτερος Πόντ. (Ἰνέπ.) : ᾎσμ. Ἡ ξενιτε͜ιὰ κιˬ ὁ θάνατος κ’ ἡ ζωντοχωρισία, τὰ τριˬὰ ’ς σὸ ζύγι τὰ ᾿βάλαν κ’ ἡ ξενιτε͜ιὰ βαρίζει. γ) Μεταφ. ἔχω ἀξίαν Μακεδ. (Καταφύγ.) 2) Ἐπιδεινοῦται ἡ κατάστασίς μου Κύπρ. Λέσβ. κ.ἀ.: Ἐβάρησεν ὀ ἄρρωστος. 3) Ἐνσκήπτω Ἀθῆν. Ἤπ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) κ.ἀ.: Φρ. Βαρῶ ’ς τὸ χορτάρι (ἀρχίζω νὰ βόσκω, ἐπὶ μικρῶν ζῴων) Ἀθῆν. Βάρεσε ἡ μπασιˬὰ (ἤρχισε ἡ πλημμύρα) Μεσολόγγ. || ᾎσμ. ᾞρθε καιρὸς κιˬ ἀντίκαιρος καὶ χρόνος ὠργισμένος καὶ βάρεσε τὸ μόλυσμα, ἠ ἔρημη πανούκλα Ἤπ. Συνών. πέφτω. 4) Ἀνατέλλω πολλαχ.: Βάρεσε ὁ ἥλιˬος - τὸ φεγγάρι πολλαχ. Βαρῶντα οὑ ἣλιˬους (μὲ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου) Αἰτωλ. Ἀντίθ. βασιλεύω, βουτῶ, δύω. β) Φεγγοβολῶ Ἤπ.: ᾎσμ. Ἔχεις τὰ μάτιˬα σὰν ἐλα͜ιές, μέσα βαροῦν ἀχτῖδες, ἔχεις κοντάριˬα τσίνορα, βαροῦν τοὺς σεβdαλῆδες. 5) Κλίνω, ἀποκλίνω Ἤπ. Κίμωλ. κ.ἀ.: Ὁ καιρὸς βαράει ᾿ς τὸ μαΐστρο Κύθν. Τὸ φόρτωμα βαρεῖ δεξιὰ Ἤπ. Τὸ χρῶμα βαρεῖ πρὸς τὸ κόκκινο αὐτοῦ Συνών. γέρνω. β) Στρέφομαι πρὸς κατεύθυνσίν τινα Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ πουτάμ’ βάρισι πέρα Αἰτωλ. || Φρ. Βαράω δεξιˬά, βαράω ζερβιˬὰ (περιπλανῶμαι ἀναζητῶν τι) Ἤπ. γ) Ἐξικνοῦμαι, φθάνω Πελοπν. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ.: Ξεχείλισε τὸ ποτάμι καὶ βάρεσε ’ς τὴ στράτα Πελοπν. Τὸ νερὸ βάρεσε μέχρι τὸ μύλο Λεξ. Δημητρ. 6) Καταφέρομαι, πίπτω Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ.): Βάρισι τοὺ χιˬόν’ δυˬὸ πιθαμὲς Μακεδ. β) Ἐξοκέλλω Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺ βαπώρ’ βάρισι διὰ ξηρᾶς 7) Περιφέρομαι, περιπατῶ, κάνω βόλτες Στερελλ. (Αἰτωλ.): Βάρισι πέρα, βάρισι δῶθι. || Φρ. Βαρῶ βόλτις (περιφέρομαι ἐδῶ κ’ ἐκεῖ). 8) Προσπαθῶ Μακεδ. (Καταφύγ.): Βάρισα πουλύ. 9) Παράγω ἦχον, κροτῶ, ἡχῶ κοιν.: Βαράει ἡ καμπάνα - τὸ ρολόι κττ. || ᾎσμ. Ἀγνάντιˬα ἀπὸ τὰ μάτιˬα μου μὴν κάθεσαι, ψυχή μου, γιˬατὶ βαροῦν οἱ φλέβες μου καὶ τρέμει τὸ κορμί μου Ἤπ. 10) Σημαίνω κοιν.: Βάρεσε τὸ ρολόι δώδεκα. Βάρεσε μεσημέρι. Γ) Μεσ. 1) Αἰσθάνομαι ὄκνον, δὲν ἔχω ὄρεξιν κοιν.: Βαρε͜ιέται καὶ νὰ φάῃ. Ἄν δὲν βαρεθῶ, θὰ ἕρθω κοιν. || Φρ. Δὲ βαρε͜ιέσαι! (ἐπὶ ἐσχάτης ἀδιαφορίας). Ἄν δὲ βαρε͜ιέται! (συνών. τῇ προηγουμένῃ) κοιν. Μοῦ βαρε͜ιέται (βαρύνομαι) Πελοπν. (Μάν.) β) Μὲ ἐνοχλεῖ τι, ἀηδιάζω τι, μοῦ ἀπαρέσκει τι κοιν.: Βαρε͜ιέται κἀνεὶς ὅλο τὸ ἴδιˬο φαεῖ. Βαρε͜ιέμαι νὰ τὸν ἀκούω. Τὸν βαρε͜ιοῦνται κ’ οἱ δικοί του. Βαρέθηκα τὴ ζωὴ καὶ θέλω νὰ πεθάνω || Γνωμ. Τὸ πολὺ τὸ Κύριε ἐλέησον τὸ βαρε͜ιέται κιˬ ὁ Θεὸς (διὰ τὴν σημ. ἰδ. ἀνωτέρω 1γ). γ) Ἀπαυδῶ, ἀποκάμνω κοιν.: Βαρέθηκα νὰ στέκωμαι τόση ὥρα ’ς τὰ πόδιˬα. Βαρέθηκα νὰ δουλεύω ὅλη μέρα κοιν. || ᾎσμ. Δὲν ἐβαρέθης, μοῖρα μου, ’ς τὰ μ’ ἔχεις καμωμένα Καὶ θέλεις νὰ χωρίσουμε τὰ δυˬὸ τ᾿ ἀγαπημένα; Μεγίστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστένω 4. δ) Καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἀνίας, δυσθυμῶ Σῦρ.: Βαρε͜ιέμαι ὅλη μέρα μονάχος. 2) Φείδομαι, λυποῦμαι Ζάκ. Πελοπν (Γορτυν.) κ.ἀ.: Γνωμ. Ὅπο͜ιος βαρε͜ιέται γόνατα, κοιλιˬά του δὲ χορταίνει Ζάκ. Ὅπο͜ιος βαρε͜ιέται τὰ πόδιˬα του, πεθυμάει τὸ στόμα του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Γορτυν. Δ) Μετοχ. 1) Ὁ ὑπερόγκως ἐπιβεβαρημένος Χίος. 2) Θηλ., ἔγκυος πολλαχ. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχαίαν χρῆσιν τοῦ βαρύνομαι παρὰ Ξενοφ. Ἀπομνημ. 2, 2, 5 «ἡ δὲ γυνὴ ὑποδεξαμένη τε φέρει τὸ φορτίον τοῦτο βαρυνομένη τε καὶ κινδυνεύουσα περὶ τοῦ βίου». Συνών. ἰδ. ἐν λ. βαρένω Γ 1. 3) Ὁ ὑποστὰς πλῆγμα, κτύπημα κοιν.: Φρ. Βαρεμένο γάλα (τὸ ἀποβουτυρωμένον) κοιν. Βαρεμένη φέττα (ἡ παραγομένη ἀπὸ γάλα ἀποβουτυρωμένον) Σκῦρ. 4) Πληγωμένος, τραυματισμένος σύνηθ.: Στρατιˬώτης βαρεμένος. Πουλλὶ βαρεμένο σύνηθ. || ᾎσμ. Ὅλοι σας ἀποθάνετε γιˬεροὶ γὴ βαρισμένοι, γιὰ τὴ bατρίδα θλιβγεροὶ καὶ κατακουρασμένοι (γὴ = ἢ) Κρήτ. 5) Ἐρωτόληπτος Ἤπ.: Εἶναι ὁ δεῖνα βαρεμένος ᾿ς τὸ κορίτσι. Συνών. ἐρωτοχτυπημένος. 6) Ἀδιάθετος, ἄρρωστος Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κ.ἀ.: Ὅdεν εἶναι βαρούμενη, δὲ ’ρημοχωνεύγει τὸ φαεῖ Ἀπύρανθ. 7) Ὁ αἰσθανόμενος ἀνίαν Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 8) Ὁ κατεχόμενος ὑπὸ ὄκνου Λέσβ. 9) Δυσηρεστημένος Κεφαλλ. 10) Περιφρονημένος Σύμ.: Παροιμ. φρ. Ὁ βαρεμένος τοῦ σπιτιˬοῦ νοικοκύρις (ἐπὶ τοῦ περιφρονουμένου μέν, ἀλλ᾿ ὕστερον ὑπερβάλλοντος τοὺς πρὶν ἀνωτέρους του). Πβ. βαρεˬάζω, βαρένω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/