ἀπαλιμίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπαλιμίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπαλιμίζω, ’παλιμίζω Πόντ. Οἰν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ μεσν. ἁλμίζω. Πβ. Εὐσταθ. ᾽Ιλ. 280, 33 «κατὰ γὰρ τοὺς παλαιοὺς ταύτης (τῆς Κηρίνθου) τὰ θεμέλια ὑπὸ θαλάττης ἁλμίζεται».
Σημασιολογία
1) *Ἀπαλιμιˬάζω, ὃ ἰδ. Καὶ ἀμτβ. ἀποβάλλω μέρος τῆς ἁλμύρας μου: Τὸ τυρὶν ἐπαλίμισεν. 2) Μεταφ. ρικνοῦμαι, ζαρώνω, ἐπί τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν τοῦ ἀνθρώπου οἱ ὁποῖοι ρικνοῦνται μετὰ μακρὰν παραμονὴν εἰς τὸ ὕδωρ : ’Παλιμίζουν τὰ έρ μ’ - τὰ ποδάρ μ᾽.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA