ἀσπρομαλλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρομαλλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπρομαλλιˬάζω πολλαχ. ἀσπρομαλλιˬῶ ἐνιαχ. ἀσπρομαλλ Ποντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. μαλλί.

Σημασιολογία

Γίνομαι λευκὸς τὴν κόμην, πολιοῦμαι ἔνθ᾽ ἀν.: Νωρὶς ἀσπρομάλλιˬασε ὁ δεῖνα πολλαχ. Φρ. Νὰ ζήσ᾽τε, νὰ γεράσετε καὶ ν᾽ ἀσπρομαλλιˬάσετε! (εὐχὴ) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Συνών. ἀσπρομαλλίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/