γκεζεράκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκεζεράκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκεζεράκι τό, ἐνιαχ. γκιζιρά’ Θεσσ. (’Αετόλοφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γκεζέρι καὶ τῆς ὑποκορ καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
Περίπατος μικρᾶς διαρκείας, μικρὰ διαδρομὴ: Κα’ γκιζιράκιˬα μὶ τοὺν ἀρραβουνιˬαστ’κὸ μὶ τ᾽ν κούρσα Συνών. βολτὶ 1, βολτίτσα, βολτογύρι, βολτούλα, γυροβολίτσα, γυρουλίτσα, περιπατάκος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA