ἀσπρομαλλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρομαλλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπρομαλλίζω Πόντ (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσπρομάλλης.
Σημασιολογία
Ἀσπρομαλλιˬάζω, ὃ ἰδ.: Φρ. Ν᾽ ἀσπρομαλλίσῃς καὶ ἴσαμ᾽ ἐκεῖ ἀπάνω νὰ τρανέψῃς! (εὐχή).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA