γουναρωσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουναρωσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουναρωσύνη ἡ, Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. σ. 350.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουναρᾶς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ωσύνη. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ τέχνη τῆς γουνοποιίας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA