βασανάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασανάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βασανάκι τό, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βάσανο.

Σημασιολογία

1) Μικρὸ βάσανο, μικρὴ ἐνόχλησις πολλαχ. Συνων. βασανούλλι. 2) Μετων. ὁ προξενῶν μικρὰς ἐνοχλῆσεις, συνήθως ἐπὶ ἀγαπωμένης κόρης (ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης συνήθως εἰς χαριεντισμοὺς) πολλαχ.: Μίλα ἐπὶ τέλους, ρὲ βασανάκι, ἀνεστέναξεν ἐκεῖνος ΠΝιρβάν. Γύρω ἀπὸ τὸν ἔρωτ. 91.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/