γουνελάτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουνελάτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουνελάτικος ἐπίθ. ἀμάρτ. Θηλ. γουν-νελ-λάτικη Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐδ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπίθ. γουνελᾶτος.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων γουνέλαν, κυρίως ἐπὶ ἐνδυμασίας γυναικῶν, τῆς ὁποίας ἀπαραίτητον ἐξάρτημα εἶναι ἡ γουνέλα (βλ. γουνέλα 8): Γουν-νελ-λάτικη φορεσά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/