βασάνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασάνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασάνισμα τό, ἀμάρτ. βασάνισμαν Πόντ. (Τραπ.) βασάνιγμα Λυκ. (Λιβύσσ.) βαρσάνισμαν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. βασανίζω. Ἡ λ. καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Ἡ ἀφῃρημένη ἔννοια τοῦ βασανίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA