ἀσπρόμαυρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόμαυρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσπρόμαυρος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσπρόμαυρους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιθ. ἄσπρος καὶ μαῦρος.
Σημασιολογία
1) Λευκομέλας, φαιὸς σύνηθ.: Ἀσπρόμαυρος σκύλλος. Ἀσπρόμαυρη κόττα. Συνών. ψαρός. 2) Ὁ ἀλλαχοῦ μὲν λευκός, ἀλλαχοῦ δὲ μέλας σύνηθ.: Ἀσπρόμαυρο πρόβατο. Ἀσπρόμαυρα γένε͜ια – μαλλιˬὰ σύνηθ. Ἀσπρόμαυρη θάλασσα (τῆς ὁποίας ὁ πυθμὴν εἶναι ἀλλαχοῦ λευκὸς ἐκ τῆς ἄμμου καὶ ἀλλαχοῦ μέλας ἐκ τῶν φυκῶν) Κύθν. || Ποίημ. Ἀσπρόμαυρος καὶ παρδαλὸς ὡς εἶδος παππαγάλλος Γ. Σουρῆ Ρωμ. ἀριθμ. 241. Συνών. ἀσπρόλαγιˬος, ἀσπρομέλανος. 3) Οὐδ. ἀσπρόμαυρο οὐσ., εἶδος οἴνου Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA