ἀπαλλαγὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλλαγὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπαλλαγὴ ἐπίθ. θηλ. Κρήτ (Ρέθυμν. Σφακ. κ.ἀ.) Οὐδ. ἀπαλλαγὸ Κρήτ. (Ρέθυμν. Σφακ κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπαλλάζω (Ι).

Σημασιολογία

᾿Επὶ ζῴου, τὸ γεννῆσαν καὶ θηλάζον τὸ νεογνόν του (τὸ οἱονεὶ ἀπαλλαγὲν τῆς κυήσεως), εἰρωνικῶς δὲ καὶ ἐπὶ γυναικὸς ἐχούσης βρέφος κυρίως ἐκ κλεψιγαμίας: Ἀπὸ ἑκατὸ αἶγες ποῦ ’χω εἶναι οἱ τριάdα ἀπαλλαγές. Βαρυχειμωνιˬὰ ἔπιˬασε τζ’ ἀπαλλαγές. Ἔχω ἑκατὸ ἀπαλλαγὰ ὀζά. ’Εφορτώσασί dου τοῦ κακομοίρη μιˬὰν ἀπαλλαγή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/