ἀπαλλάγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπαλλάγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπαλλάγι τό, Πελοπν. (Μεσσ.) –Λεξ. Δημητρ. ἀπαλλάιˬο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’παλλάγι Ἀθῆν. (παλαιότ.) Πελοπν. (Μεσσ.) ’μπαλλάγι Πελοπν. (Μεσσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ἀλλάγι, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀλλάι.

Σημασιολογία

Συνήθως κατὰ πληθ., τὰ ἄπλυτα ἐνδύματα ἔνθ’ ἀν.: Τοῦ κόσμου τ᾽ ἀπαλλάιˬα ’χομε gαὶ πῶς θὰ τὰ πλύνωμε; Ἀπύρανθ. Μὴ dὸ ρίξῃς μέσ᾽ ᾽ς τ᾽ ἀπαλλάιˬα, μὰ παστρικὸ εἶν᾽ ἀκόμα αὐτοθ. Πᾶρε τ᾽ ἀπαλλάγιˬα μου νὰ τὰ πλύνῃς Μεσσ. Συνών. ἀπάλλαμα, ἀπαλλαξίδι, ἀπαλλαξίμι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/