βάσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

βάσι ἡ, σύνηθ. βάσ’ βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βάσις.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐφ’ οὗ πατεῖ τις, στηρίζεται, βάθρον, θεμέλιον σύνηθ.: Ἡ βάσι τοῦ τοίχου τῆς κολόννας - τῆς σκάλας κττ. || Φρ. Βάζω βάσι (λαμβάνω τι ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν, προσέχω) κοιν. Βάζω βάσι ἢ δίνω βάσι (ἔχω ἐμπιστοσύνην, πιστεύω) σύνηθ. Δίνω βάσι (ἀκούω μετὰ προσοχῆς) Ἀθῆν. Βάνω τὸν δεῖνα βάσι (τὸν λαμβάνω ὑπ᾿ ὄψιν) Παξ. Χουρίς βάσ’ κ᾿βέντις (λόγοι ἀσυνάρτητοι) Στερελλ. (Ἀράχ.) β) Ἡ κάτω πλάκα τοῦ ἐλαιοτριβείου Λευκ. γ) ᾿Εν τῇ ζωγραφικῇ ὁ πρῶτος χρωματισμὸς ἐπὶ τοῦ ὁποίου γίνονται νέαι ἀποχρώσεις Ἀθῆν. 2) Μεταφ. ἐφόδιον πνευματικὸν ἢ ἠθικὸν σύνηθ.: Ὁ δεῖνα ἔχει καλὲς βάσεις ἀπὸ τὸ σχολεῖο - τὴν οἰκογένεια κττ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/