βασίζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασίζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βασίζομαι σύνηθ. βασίζουμι βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βάσι.

Σημασιολογία

1) Στηρίζομαι εἰς ἐγγύησίν τινα ὡς εἰς ἀσφάλειαν σύνηθ.: Ποῦ βασίστηκες καὶ τοῦ ἔδωσες δανεικά; 2) Ἐμπιστεύομαι σύνηθ.: Βασίζομαι ᾿ς τὰ λόγιˬα σου - ᾿ς τὴ φιλία μας κττ. 3) Ἔχω ἐλπίδα, πεποίθησιν σύνηθ.: Βασίζομαι ’ς τὰ παιδιˬά μου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/